Από την εποχή του Φρειδερίκου Σοπέν τον 19ο αιώνα, έως την πτώση της Κομμουνιστικής δικτατορίας του στρατηγού Γιαρουζέλσκι, η Πολωνία γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει να έχεις γείτονα τη Ρωσία.
Δεν ξεχνά επίσης η ατυχής αυτή χώρα ότι το 1939, μέσα σε δύο εβδομάδες πλήρωσε πολύ ακριβά την τότε συμφωνία Μολότωφ – Ρίμπεντροπ, μέσω της οποίας οι ναζί του Χίτλερ οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Στάλιν έβαλε χέρι στη Φινλανδία και στις χώρες της Βαλτικής.
Πολύ σωστά έτσι, σήμερα, η Πολωνία, μέλος της Ευρωπαϊκής ένωσης και του ΝΑΤΟ, οπλίζεται και φιλοδοξεί να γίνει ισχυρός αμυντικός βραχίονας της Ενωμένης Ευρώπης.
Υπό αυτή την έννοια οι προεδρικές εκλογές της Κυριακής 1η Ιουνίου έχουν μεγάλη σημασία για την Πολωνία. Στην ουσία, παίζεται η πορεία της στον υπόλοιπο του 21ου αιώνα.
Οι δυο υποψήφιοι για το ύπατο αξίωμα έχουν διαμετρικά αντίθετες θέσεις και απόψεις για το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας, την παραμονής της στο ΝΑΤΟ και τις σχέσεις της με τη Ρωσία του Πούτιν. Ως εκ τούτου διαφέρουν και οι θέσεις τους απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Όλα κάνουν τους δύο φιναλίστ σε αυτές τις εκλογές να ξεχωρίζουν. Ενσαρκώνουν δύο Πολωνίες που αποκλίνουν συνεχώς.
O Rafal Trzaskowskf,53 ετών, που πήρε 31,3% των ψήφων στον πρώτο γύρο, φιλελεύθερος, είναι πεπεισμένος φιλοευρωπαίος. Απόφοιτος του Κολλεγίου της Ευρώπης , μιλάει αρκετές γλώσσες. Συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην ομάδα του ΕΛΚ (κεντροδεξιά). Εξελέγη (το 2018) και επανεξελέγη (το 2024) δήμαρχος της Βαρσοβίας, και είναι πολύ δημοφιλής στην πρωτεύουσα. Εντός του κυβερνώντος Συνασπισμού Πολιτών, ο οποίος συγκεντρώνει διαφορετικές δυνάμεις, ενσαρκώνει μια προοδευτική ευαισθησία. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις θέσεις του υπέρ των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ και των αμβλώσεων. Προηγείται στις περισσότερες μεγάλες πόλεις και το εκλογικό του σώμα είναι μάλλον νέο και μορφωμένο. Η Πολωνία είναι αυτή που έχει επωφεληθεί περισσότερο από την αξιοσημείωτη ανάπτυξη που βιώνει η χώρα: +4% κατά μέσο όρο ετησίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Ο Κάρολ Ναβρόκι, 42 ετών, είναι ιστορικός που ειδικεύεται στην αντίσταση στον κομμουνισμό και επί δεξιάς κυβέρνησης, προήχθη σε Διευθυντή του Μουσείου Εθνικής Μνήμης. Αν και υποστηρίζεται από το PiS, δεν είναι μέλος, κάτι που αποτελεί πλεονέκτημα δεδομένου ότι ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος έχει κουραστεί να βλέπει το στρατόπεδο του Ντόναλντ Τουσκ και το κόμμα του Γιάροσλαβ Κατσίνσκι να μονοπωλούν την πολιτική σκηνή για αρκετές δεκαετίες.
Κερδίζει δημοτικότητα στην Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Πολωνία. Είναι ο υποψήφιος της υπαίθρου, εχθρικός προς την Ευρώπη και τον ανταγωνισμό από την ουκρανική γεωργία. Κατηγορήθηκε ότι εκμεταλλεύτηκε τα αντιγερμανικά αισθήματα ενός τμήματος του πληθυσμού. Έγινε δεκτός από τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και υπερηφανεύεται ότι είναι το καταλληλότερο άτομο για να διατηρήσει τον ιδιαίτερο δεσμό της Πολωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Θα πρέπει να προσθέσουμε όμως, ότι η έκβαση της Κυριακής θα εξαρτηθεί και από τον τρίτο υποψήφιο του πρώτου γύρου.
Διότι εμφανίζεται ως καθοριστικός παράγοντας: ο Σλαβόμιρ Μέντζεν, ο οποίος κατέλαβε την τρίτη θέση με 14,8% των ψήφων. Το αποτέλεσμα των εκλογών εξαρτάται από την προσέλευση των ψηφοφόρων.
Ο Μέντζεν είναι ένας υπερσυντηρητικός ευρωσκεπτικιστής, εχθρικός προς τις αμβλώσεις – ακόμα και σε περιπτώσεις βιασμού -, τάσσεται υπέρ της οπλοφορίας των πολιτών και είναι αποφασισμένος να μειώσει τους φόρους. Παρουσιάζεται ως «υποψήφιος για τη ΜAGA του Τράμπ »: ένα μείγμα Βανς (υπέρ του συντηρητισμού) και Μασκ (υπέρ του αντικρατισμού υπέρ των επιχειρήσεων). Κατάφερε να προσελκύσει περισσότερο από το ένα τρίτο των νέων ψηφοφόρων επειδή πρότεινε να ανατρέψει τα δεδομένα και να θέσει τέλος στο δικομματισμό μεταξύ της Πλατφόρμας των Πολιτών (Tusk) και του PiS (Kaczynski), τα οποία εναλλάσσονται στην εξουσία εδώ και δεκαετίες: απέσπασε το 34% των νέων ηλικίας 18-29 ετών.
Ο Σλάβομιρ Μέντσεν, που είναι υπέρ του Κρεμλίνου, έστειλε μια δήλωση οκτώ σημείων στους δύο υποψηφίους.
Στις 20 Μαΐου, τους ζήτησε να ασχοληθούν με αυτά τα σημεία, χωρίς να υποσχεθεί υποστήριξη για ένα από αυτά στον δεύτερο γύρο, προσκαλώντας τους να συναντηθούν και να συζητήσουν στο κανάλι του στο YouTube. Κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης, ο Mentzen σκόπευε να προτείνει να υπογράψουν μια δήλωση που να αντικατοπτρίζει τις προσδοκίες και τα συμφέροντα της βάσης των ψηφοφόρων του. Τα 8 σημεία περιλαμβάνουν ορισμένες τυπικές ακροδεξιές προτάσεις, ενώ άλλα είχαν ήδη εγκριθεί από την κυβέρνηση πριν από μήνες, π.χ. η Πολωνία δεν θα στείλει στρατιώτες στην Ουκρανία.
Ένα από τα αξιώματα της διακήρυξης του Μέντζεν ζητούσε από τους υποψηφίους να υπογράψουν μια δήλωση ότι θα αρνούνταν να επικυρώσουν την ένταξη της Ουκρανίας στο NATO εάν εκλεγούν στην προεδρία. Ο Μέντζεν και το ακροδεξιό κόμμα του αντιτίθενται σε οποιαδήποτε υποστήριξη προς την Ουκρανία και, κατά συνέπεια, προωθούν ένα από τα πιο κρίσιμα αιτήματα του Κρεμλίνου προς την Ουκρανία και τη Δύση: την απαγόρευση της ένταξης της Ουκρανίας στο NATO.
Ο υποψήφιος του PiS, Κάρολ Ναβρόκι, ενέκρινε πλήρως και τα οκτώ σημεία της διακήρυξης του Σλάβομιρ Μέντζεν, ενώ ο υποψήφιος του ΚΟ για την προεδρία, Ράφαλ Τρζασκόφσκι, επέλεξε να μην την υπογράψει. Κατά τη διάρκεια συνάντησης που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο σε στούντιο του Τόρουν και μεταδόθηκε ζωντανά στο YouTube, ο Τρζασκόφσκι και η Μέντζεν κατέληξαν σε συναίνεση σε τέσσερα σημαντικά σημεία.
Ο Τρζασκόφσκι δεσμεύτηκε να απόσχει από την υπογραφή οποιασδήποτε νομοθεσίας.
«Δεν θα υπογράψω τίποτα επειδή δεν είμαι ο Κάρολ Ναβρόκι», δήλωσε ο Τρζασκόφσκι μετά τη συνάντηση, τονίζοντας τη θέση του.
Επιπλέον, ο Τρζασκόφσκι εξέφρασε ρητά την υποστήριξή του για την ένταξη της Ουκρανίας στο NATO. Επιπλέον, οι δύο πολιτικοί δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σε δύο βασικά ζητήματα: τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων της E.E. και τη θέσπιση νέων συνθηκών.
Είναι σαφές λοιπόν ότι το «παιχνίδι είναι χοντρό» στην Πολωνία και προκαλεί ερωτηματικά η μέχρι τώρα σιωπή του λαλίστατου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τράμπ, ο οποίος τελών υπό πλήρη άγνοια της ρωσικής ιστορίας χαρακτήρισε τον πρόεδρο Πούτιν «τρελό», την ώρα που ο τελευταίος κάνει τη δουλειά του, περιπαίζοντας έναν «καουμπόι» της κακιάς ώρας.