«Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης μέσα από την πεζογραφία: 1880-1920, τρεις πόλεις ζωντανεύουν μέσα από τη λογοτεχνία: η Κέρκυρα, η Ερμούπολη και η Αθήνα. Θα μου επιτρέψετε να σταθώ λίγο περισσότερο στην Ερμούπολη· όχι μόνο επειδή αποτελεί ένα από τα πιο συναρπαστικά παραδείγματα αστικής ανάπτυξης στον ελλαδικό χώρο, αλλά και γιατί προσωπικά με συνδέουν με αυτή την πόλη ιδιαίτεροι δεσμοί», με αυτά τα λόγια, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, τοποθετείται αναφορικά με το βιβλίο του Αθανασίου Κ. Μπαλέρμπα, Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης μέσα από την πεζογραφία: 1880-1920. Κέρκυρα-Ερμούπολη-Αθήνα, Αθήνα: εκδόσεις Ευρασία, 2024.
Ο Γιάννης Στουρνάρας, υπογραμμίζει ότι μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, η Ερμούπολη δεν εμφανίζεται απλώς ως γεωγραφικός τόπος – παρουσιάζεται ως ιδέα. Μια πόλη-φορέας του ελληνικού επιχειρηματικού πνεύματος, σχεδόν μυθική στην εποχή της. Όπως εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας, στην Ερμούπολη γεννήθηκε η έννοια της «επιχειρηματικής κουλτούρας». Ο Συριανός έμπορος δεν ήταν απλώς επαγγελματίας – ήταν μια μορφή-σύμβολο του νέου ελληνικού κράτους, μια ταυτότητα που εξέπεμπε κύρος.
Και συνεχίζει: «Το εμπόριο υπήρξε η καρδιά της ανάπτυξης: από εκεί ξεπήδησε η ναυτιλία, η ναυπηγική, οι ασφαλίσεις – δραστηριότητες που απογείωσαν το νησί. Ήδη από τον 19ο αιώνα, η Ερμούπολη κατέχει ρόλο-κλειδί. Εκεί ιδρύεται η πρώτη ελληνική ατμοπλοϊκή εταιρεία. Το ναυπηγείο της δεν έχει αντίπαλο στον ελληνικό χώρο και ανταγωνίζεται τα μεγαλύτερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
»Κι όταν ξεκινά η βιομηχανική περίοδος, η πόλη μεταμορφώνεται και πάλι. Η βυρσοδεψία ηγείται της παραγωγής, αλλά την ακολουθούν από κοντά η σαπωνοποιία, η αλευροποιία, η σιδηρουργία. Και έπειτα, πιο εξειδικευμένες δραστηριότητες: όπως αναφέρει ο κ. Μπαλέρμπας (σελ. 117), «γνωστά ήταν ακόμα τα εργοστάσια “φεσοποιίας” και “καλεμκερίων” ή “κεφαλοδεμάτων”», που κατασκεύαζαν φουλάρια και φέσια, και τα προωθούσαν στην υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και στην Τουρκία, στο πλαίσιο της ευρύτερης ανάπτυξης της βαμβακουργίας στο νησί. Μια έκρηξη δημιουργικότητας, στηριγμένη στην εξωστρέφεια και στη στρατηγική γεωγραφική θέση της Σύρου.
»Αυτή η θέση – στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης – έκανε την Ερμούπολη αναντικατάστατο κόμβο του διαμετακομιστικού εμπορίου. Μέχρι που η διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου και οι νέες τεχνολογίες μεταφορών – οι σιδηρόδρομοι, η εξέλιξη της ατμοπλοΐας που επέτρεψε την απευθείας σύνδεση των λιμανιών – την υποχρέωσαν να επανεφεύρει τον εαυτό της. Και όμως, το έκανε. Νέοι επενδυτές, νέα παραγωγικά σχήματα, συνεχής προσαρμογή. Νέοι επενδυτές, κυρίως από την Πελοπόννησο, αναζωογονούν την κλωστοϋφαντουργία. Η ασφαλιστική δραστηριότητα παραμένει ισχυρή. Η Ερμούπολη δεν παραδίδει εύκολα τα σκήπτρα της.
»Όλη αυτή η ευμάρεια φέρνει μαζί της και κάτι ακόμη: πνευματική ανάπτυξη. Η πόλη προσελκύει προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και αποπνέει ένα καθαρά νεωτερικό πνεύμα. Είναι η εποχή του Δημητρίου Βικέλα και του Εμμανουήλ Ροΐδη – δύο εμβληματικών φυσιογνωμιών, που δεν περιγράφουν απλώς την πόλη, αλλά την αποτυπώνουν με βαθιά ενσυναίσθηση και ευφυΐα.
»Ο Βικέλας, όπως μαθαίνουμε στο βιβλίο, βλέπει στην Ερμούπολη την «πιο ευρωπαϊκή πόλη της σύγχρονης Ελλάδας». Στο μυθιστόρημά του Λουκής Λάρας δεν προβάλλει μόνο το πρότυπο του αυτοδημιούργητου Ερμουπολίτη εμπόρου, αναδεικνύει παράλληλα τη φύση των εμπορικών συναλλαγών της εποχής, που στηρίζονταν περισσότερο στην εκμετάλλευση ευκαιριών παρά στο ύψος των διαθέσιμων κεφαλαίων. Ο Ροΐδης, από την άλλη, στα Συριανά διηγήματα, αποκαλύπτει τις κοινωνικές αλλαγές, τον μετασχηματισμό των Συριανών σε «Ευρωπαίους», ενώ στην Πάπισσα Ιωάννα κάνει έμμεση αναφορά στο βιομηχανικό υπόβαθρο της πόλης, γράφοντας, όπως σημειώνει ο κ. Μπαλέρμπας, ότι «το πρόσωπο της πρωταγωνίστριας “ήλλαξεν όλα τα χρώματα, ως αι χείρες των Συριανών βαφέων”» (σελ. 128).
»Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο Παπαδιαμάντης, ο Εφταλιώτης – όλοι περνούν από την Ερμούπολη και κάτι κρατούν από τη λάμψη της. Ακόμα και μια μικρή σκηνή στη Σταχτομαζώχτρα του Παπαδιαμάντη, με μια επιταγή που εξαργυρώνεται χάρη στην τιμιότητα ενός Ερμουπολίτη εμπόρου, μαρτυρά τον τρόπο με τον οποίο η πόλη ακτινοβολεί ηθικά πρότυπα μέσα από την καθημερινότητά της. Ο Αργύρης Εφταλιώτης πάλι σημειώνει στις Νησιωτικές Ιστορίες του το γεγονός ότι η Ερμούπολη αποτελούσε πόλο έλξης για τους άλλους νησιώτες, καθώς προσέφερε ευκαιρίες οικονομικής επιτυχίας. Και άλλοι λογοτέχνες κάνουν πολλές αναφορές σε θέματα οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και καθημερινής ζωής στην Ερμούπολη.
»Αυτό είναι το δυνατό σημείο του βιβλίου του Αθανασίου Μπαλέρμπα: μας δείχνει πώς η λογοτεχνία δεν καταγράφει απλώς την ιστορία της πόλης, αλλά την ξαναπλάθει. Δημιουργεί μια μνήμη, έναν μύθο. Και ο μύθος αυτός της Ερμούπολης – μιας πρωτεύουσας των Κυκλάδων που άνθισε, κινδύνευσε να παρακμάσει και ξαναγεννήθηκε – είναι ακόμα ζωντανός. Όχι μόνο στα διηγήματα και τα μυθιστορήματα, αλλά και στη δική μας συλλογική φαντασία. Η Ερμούπολη, όπως ξεδιπλώνεται στο βιβλίο του κ. Μπαλέρμπα, δεν είναι απλώς μια σελίδα της ελληνικής ιστορίας· είναι ένα παράδειγμα τολμηρής προσαρμογής, δημιουργικότητας και πολιτισμικής ακτινοβολίας. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες δύο πόλεις που περιγράφει στο βιβλίο του».
«Και είναι χάρη στη λογοτεχνία – χάρη στους συγγραφείς που περπάτησαν τις πόλεις, τις ένιωσαν και κατέγραψαν τον σφυγμό τους – που μπορούμε σήμερα να τις ανασυνθέσουμε, όχι ως απολιθώματα του παρελθόντος, αλλά ως ζωντανούς οργανισμούς. Τόπους που, ακόμα και αν άλλαξαν μορφή μέσα στον χρόνο, εξακολουθούν να μας εμπνέουν», καταλήγει στην παρέμβασή του ο Γιάννης Στουρνάρας.